κιλλικύριοι

κιλλικύριοι
κιλλικύριοι και καλλικύριοι, οἱ (Α)
1. τάξη πολυάριθμων δούλων στις Συρακούσες
2. μτφ. κάθε πλήθος ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κυλλύριοι — Δούλοι χωρικοί της Σικελίας (ιδιαίτερα των Συρακουσών) κατά την κλασική και την ελληνιστική περίοδο. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν αντίστοιχοι με τους είλωτες της Σπάρτης και τους πενέστες της Θεσσαλίας. Οι Κ. ήταν πιθανότατα οι παλαιότεροι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”